- άμπακας
- και -ακοςο πίνακας, πλάκα. Σε μερικές φράσεις χρησιμοποιείται για να δηλώσει πλησμονή, πληθώραπρβλ. «ξέρει τον άμπακα», είναι πολύξερος«τρώει τον άμπακα» είναι πολυφαγάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. abbaco «βιβλίο αριθμητικής» < λατ. abacus «αριθμητικός πίνακας» < αρχ. ελλ. ἄβαξ*].
Dictionary of Greek. 2013.